- ωγαθέ
- Α(αττ. τ.) κράση αντί ὦ ἀγαθέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠγαθέ — ἀγαθέ , ἀγαθός good masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦγαθε — ἀγαθέ , ἀγαθός good masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦγαθέ — ἀγαθέ , ἀγαθός good masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek